μηχανικισμός

μηχανικισμός
ο
η μηχανοκρατία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηχανική (βλ. λ. μηχανικός) + κατάλ. -ισμός*].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ντεκάρ, Ρενέ — (Rene Descartes, Λα E, Τουρέν 1596 – Στοκχόλμη 1650). Γάλλος φιλόσοφος και μαθηματικός. Σπούδασε έως το 1612 στο κολέγιο των ιησουιτών Λα Φλες. Από την οικογένειά του προοριζόταν για το στρατιωτικό επάγγελμα· στρατεύτηκε στην υπηρεσία του ηγεμόνα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”